- φάριος
- φάροςa large piece of clothneut gen sg (doric)φᾶροςa large piece of clothneut gen sg (doric)φά̱ριος , φᾶροςa large piece of clothneut gen sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φάριος — Μικρό νησί στο βόρειο άκρο της Λέρου. Αποκόπηκε από το νησί Αρχάγγελος … Dictionary of Greek
Φάριος — Φάρης masc gen sg (doric) Φά̱ριος , Φᾶρις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… … Dictionary of Greek